- υψαύχενος
- -η, -ο / ὑψαύχενος, -ον, ΝΜΑ, και ύψαύχην, -ενος, ὁ, ἡ, Αμτφ. υπεροπτικός, αλαζόνας, ακατάδεχτοςαρχ.1. (για άλογο) αυτός που κρατά ψηλά το κεφάλι2. (για φιάλη) αυτός που έχει ψηλό λαιμό3. (για κάθισμα) αυτός που έχει ψηλό ερεισίνωτο, ψηλή ράχη4. (για δέντρο) ψηλός («ἐλάτην ὑψαύχενα ἴδοιμ' ἄν», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -αύχενος (< αὐχήν, -ένος), πρβλ. ἐρι-αύχην].
Dictionary of Greek. 2013.